- καρπώσιμος
- καρπώσιμος, -ον [κάρπωσις]1. αυτός που παρέχει ή παράγει καρπούς2. προσοδοφόρος, αποδοτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρπώσιμα — καρπώσιμος yielding fruit neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)